- απλώστρα
- ητόπος που αφήνουν να στεγνώσουν ρούχα ή καρποί: Είχαμε μια μεγάλη απλώστρα στο λιακωτό του σπιτιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απλώστρα — η 1. τόπος ή κατασκευή όπου απλώνουμε καρπούς ή ρούχα για να στεγνώσουν 2. το σύνολο των καρπών ή ενδυμάτων που είναι απλωμένα για να στεγνώσουν 3. η γυναίκα που απλώνει τα ρούχα 4. εξάρτημα του υφαντικού ιστού με το οποίο απλώνεται, ξετυλίγεται… … Dictionary of Greek
-τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… … Dictionary of Greek
πλύστρα — η, Ν 1. γυναίκα που πλένει κατ επάγγελμα ρούχα σε ξένα σπίτια ή ξένα ρούχα στο δικό της σπίτι, πλύντρια 2. πέτρινη πλάκα ή σανίδα που προσαρμόζεται στη μία άκρη τής σκάφης και πάνω στην οποία πλένονται με τρίψιμο τα ρούχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλύνω… … Dictionary of Greek